ὑπογλωσσίς — swelling on the under side of the tongue fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλωττίς — ὑπογλωσσίς , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλωσσίδες — ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογλωττίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ὑπογλωσσίς … Dictionary of Greek
υπογλώσσιος — α, ο / ὑπογλώσσιος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιο ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί … Dictionary of Greek
υποθυμίς — ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, ύμιδος, ἡ, Α στεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών 2. είδος άγνωστου πτηνού 3. είδος στεφάνου που… … Dictionary of Greek
ὑπογλωττίδα — ὑπογλωσσίδα , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλωττίδας — ὑπογλωσσίδας , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλωττίδες — ὑπογλωσσίδες , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλωττίδι — ὑπογλωσσίδι , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)